ξεχαρβάλωτος

ξεχαρβάλωτος
-η, -ο
ξεχαρβαλωμένος, εξαρθρωμένος: Το αυτοκίνητο είναι ξεχαρβάλωτο και δεν κάνει για ταξίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεχαρβάλωτος — η, ο [ξεχαρβαλώνω] ξεχαρβαλωμένος, διαλυμένος, χαλαρός, αποδιοργανωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”